μεταλλάξας

μεταλλάξας
μεταλλά̱ξᾱς , μεταλήγω
leave off
aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)
μεταλλάξᾱς , μεταλλάσσω
change
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
μεταλλάξᾱς , μεταλλάσσω
change
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνταράσσω — ΝΑ, και συνταράζω Ν, και αττ. τ. συνταράττω Α [ταράσσω] 1. προξενώ αναταραχή, διαταράσσω, ανακατεύω, κάνω άνω κάτω 2. προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω (α. «τόν συντάραξαν οι καινούργιες ειδήσεις» β. «τῷ θανάτῳ τοῡ παιδὸς συντεταραγμένος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”